- μεντέρι
- και μιντέρι, το1. είδος ανατολίτικου χαμηλού καναπέ, σοφάς, ντιβάνι2. στρώμα κρεβατιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μιντέρι < τουρκ. minder. Ο τ. μεντέρι με αφομοιωτική τροπή τού -ι-σε -ε-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεντέρι — μεντέρι, το και μιντέρι, το (λ. τουρκ.), είδος χαμηλού καναπέ, ο σοφάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιντέρι — το βλ. μεντέρι … Dictionary of Greek
mindir — MINDÍR, mindire, s.n. (reg.) 1. Saltea umplută cu paie. 2. Plapumă; cuvertură. 3. Haină scurtă de iarnă, în portul popular, cu mâneci, vătuită şi trasă la maşină. – Din tc. minder. Trimis de LauraGellner, 31.05.2004. Sursa: DEX 98 MINDÍR s.… … Dicționar Român
μιντέρι — το ιού (λ. τουρκ.), το μεντέρι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)